- προβάλλω
- ΝΜΑ [βάλλω]1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.)2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για υπεράσπιση, δικαιολογία ή πρόφαση (α. «προέβαλε ισχυρό άλλοθι» β. «τοὔνομα μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῑν προβάλλει», Δημοσθ.)νεοελλ.1. (αμτβ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («πρόβαλες τής ψυχής φεγγάρι εσύ», Παλαμ.)2. δείχνω με προβολή ταινίες ή εικόνες (α. «οι κινηματογράφοι θα προβάλουν ένα αξιόλογο έργο αυτή την εβδομάδα»)β. «θα προβληθούν διαφάνειες από την εκδρομή»)3. μτφ. α) παρουσιάζω κάτι σε αντιπαράθεση με άλλα, αντιπαραθέτω («μόνον όταν προέβαλε τα επιχειρήματά του κατόρθωσε να μέ πείσει»)θ) θέτω («αν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις της, η Ελλάδα θα προβάλει βέτο»γ) παρουσιάζω, επιδεικνύω κάποιον ή κάτι για να τό(ν) προσέξουν (α. «η Ελλάδα προβάλλει κυρίως τα γεωργικά της προϊόντα» β. «το μόνο που ξέρει είναι να προβάλλει τον εαυτό της»)μσν.-αρχ.(το ενεργ. και μέσ.)1. δημιουργώ («ὁ θεός... μέλλων τὴν λογικὴν πᾱσαν προβάλλεσθαι κτίσιν», Ευσ.)2. κρατώ κάτι μπροστά μου για άμυνα ή προστασία («σὲ ὅπλον ἀρραγὲς κατ' ἐχθρῶν προβαλλόμεθα», Μηναί.)3. μτφ. προτείνω, υποδεικνύω κάποιον για ένα αξίωμα («λητουργεῑν προβάλλεσθαι γυμνασίαρχον», Ανδ.)αρχ.1. ωθώ, σπρώχνω μπροστά («Νότος Βορέη προβάλεσκε [σχεδίην] φέρεσθαι», Ομ. Οδ.)2. εμφανίζω, παρουσιάζω3. βγάζω, εκτείνω κάτι έξω από κάτι άλλο («τῶν ὀδόντων τὴν γλῶτταν προβάλλειν», Αρετ.)4. εκπέμπω, αναδίδω5. εκβάλλω («ἦχον τραχύν προβάλλειν», Διόδ.)6. αποβάλλω7. παράγω («προβάλλειν καρπόν», Ιώσ.)8. βάζω σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω («ψυχὴν προβάλλειν ἐν κύβοισι δαίμονος», Ευρ.)9. εγείρω, διεγείρω («ἔριδα προβαλόντες», Ομ. Ιλ.)10. (ως αμτβ.) α) πέφτω προς τα εμπρόςβ) πέφτω με το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυταγ) μτφ. περιέρχομαι σε απόγνωση, απελπισία11. (το ενεργ. και το μέσ.) θέτω ερώτηση, πρόβλημα, αίνιγμα ή μνημονεύω κάτι ως παράδειγμα («πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ Σωκράτης», Επίκτ.)12. (μέσ. και παθ.) προβάλλομαια) χρησιμοποιώ κάποιον προς υπεράσπισή μου («τὸν Ὅμηρον δοκεῑ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι», Πλάτ.)β) θέτω κάτι ενώπιον κάποιουγ) εκπηγαζω, εκπορεύομαι («αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων», Πρόκλ.)δ) ρίχνω κάτι ενώπιον κάποιουε) ρίχνω έξω, εκθέτω («νοεῑς ἄγειν ἀπ' ἀκτῆς τῆσδε ἐν ᾗ με προυβάλον ἄφιλον, ἔρημον», Σοφ.)στ) βάζω κάτι από πριν («θεμείλιά τε προβάλοντο», Ομ. Ιλ.)ζ) αρχίζω να κάνω κάτιη) ξεπερνώ, νικώ κάποιον στις ρίψειςθ) υπερτερώ, υπερβαίνω («ἐγὼ δέ κε σεῑο νοήματί γε προβαλοίμην», Ομ. Ιλ.)ι) (ως όρος τού αττ. δικαίου) κατηγορώ κάποιον ενώπιον τής εκκλησίας τού δήμου με αγωγή η οποία ονομαζόταν προβολή και, κυρίως, παρουσιάζω κάποιον ως ένοχο εγκλήματοςια) προσβάλλω, επιπλήττω, επιτιμώιβ) προτείνω κάποιον να εκλεγεί13. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προβαλλόμενοςα) αυτός που προσκόμισε μαρτυρία, αποδεκτικά στοιχείαβ) (αττ. δίκ.) ο κατήγορος κατά τη διαδικασία τής προβολής14. φρ. α) «προβάλλομαι τὰ ὅπλα» — προτείνω τα όπλα είτε για επίθεση είτε για άμυναβ) «προαίρεσις τῆς πολιτείας προβεβλημένη» — σύστημα άμυνας.
Dictionary of Greek. 2013.